- βουρτσάς
- ο (θηλ. βουρτσού, η)αυτό που κατασκευάζει ή πουλάει βούρτσες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουρτσιά — η 1. η κάθε κίνηση της βούρτσας για καθάρισμα ή βάψιμο 2. το χρώμα που αφήνει μια κίνηση της βούρτσας και διακρίνεται από την υπόλοιπη βαμμένη επιφάνεια … Dictionary of Greek
δοράς — (doras). Γένος τελεόστεων ψαριών που ανήκει στην οικογένεια των σιλουριδών. Τα ψάρια αυτά ζουν στα γλυκά νερά της τροπικής Αμερικής και το μήκος τους φτάνει τα 30 35 εκ. Τα δόντια τους μοιάζουν με τρίχες βούρτσας, ο ουρανίσκος τους δεν διαθέτει… … Dictionary of Greek
μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… … Dictionary of Greek